- σαπέρδιον
- σᾱπέρδ-ιον, τό, Dim. of foreg.; nickname of Phryne, Apollod. ap. Ath.13.591c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπέρδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαπέρδιον — τὸ, Α [σαπέρδης] (ως υποκορ. τού σαπέρδη) υβριστικό παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης … Dictionary of Greek
τσαπερδόνα — η, Ν πεταχτό, παιχνιδιάρικο και έξυπνο κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαπέρδιον, υβριστικό παρωνύμιο της εταίρας Φρύνης (< σαπέρδης «είδος ψαριού»)] … Dictionary of Greek